- οδία
- ὁδία, ἡ (Α)βλ. οδεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισγοδία — και μισγοδίη, ἡ (Α) μιξοδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + οδία (< οδός < ὁδός), πρβλ. κακ οδία, περι οδία] … Dictionary of Greek
κακοδία — κακοδία, ἡ (Α) η κακή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οδία (< οδος < ὁδός), πρβλ. πολυ οδία] … Dictionary of Greek
οδεία — ὁδεία και ὁδία, ἡ (Α) [οδεύω] 1. πο ρεία, ταξίδι 2. πομπή, παρέλαση … Dictionary of Greek
προόδια — τὰ, Α τα προηγούμενα, τα προκαταρκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὅδιος (< ὁδός), πρβλ. εφ όδια] … Dictionary of Greek